- στοιχειώδης
- -ες / στοιχειώδης, -ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον]αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.)νεοελλ.1. αυτός που απαιτείται ή επιβάλλεται κατά πρώτο λόγο, πρωτεύων, κύριος, πρωταρχικός, ουσιώδης (α. «στοιχειώδης ευγένεια και συμπεριφορά» β. «στοιχειώδης παράλειψη»)2. (για σύγγραμμα) αυτός που παρέχει τις θεμελιώδεις αρχές ενός μαθήματος (α. «στοιχειώδης άλγεβρα» β. «στοιχειώδης γραμματική»)3. φρ. α) «στοιχειώδες ηλεκτρικό φορτίο»(ηλεκτρ.) η ελάχιστη ποσότητα ηλεκτρικού φορτίου που εμφανίζεται στη φύση και είναι ίση με το ηλεκτρικό φορτίο τού ηλεκτρονίου, δηλαδή 1, 602 x 10-19 κουλόμπβ) «στοιχειώδης εκπαίδευση» — η πρώτη βαθμίδα τής παραδοσιακής εκπαίδευσης η οποία, ανάλογα με τη χώρα, αρχίζει στα 5-7 έτη και τελειώνει στα 11-13 έτη, αλλ. βασική ή πρωτοβάθμια εκπαίδευσηγ) «στοιχειώδη σωματίδια»φυσ. i) μικροσκοπικά σωματίδια τα οποία δεν αποτελούνται από άλλα συστατικά και είτε συνιστούν τους θεμελιώδεις δομικούς λίθους τής ύλης είτε είναι οι φορείς τών θεμελιωδών δυνάμεων στη φύσηii) υποατομικά ή υποπυρηνικά σωματίδια, δηλαδή σωματίδια που είναι μικρότερα από τα άτομα ή τους πυρήνες τουςδ) «στοιχειώδης άλγεβρα» — η άλγεβρα που εξετάζει τις ιδιότητες αυθαίρετων αριθμών.επίρρ...στοιχειωδώς / στοιχειωδῶς ΝΑκατά τρόπο στοιχειώδηαρχ.1. κατά την μορφή τών πρώτων στοιχείων («τοῡ ὕδατος καὶ τοῡ ἀέρος καὶ πάντων στοιχειωδῶς ὑποβεβλημένων», Γρηγ. Νύσσ.)2. σε γενικές γραμμές, περιεκτικώς («ἐν κεφαλαίοις λελέχθω και στοιχειωδῶς», Διογ. Λαέρ.).
Dictionary of Greek. 2013.